- κατασοφιστεύω
- κατασοφιστεύω (Α)αγωνίζομαι με σοφίσματα εναντίον κάποιου.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + σοφιστεύω «ομιλώ με σοφίσματα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατασοφιστεύω — pres subj act 1st sg κατασοφιστεύω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασοφιστεύειν — κατασοφιστεύω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασοφιστεύων — κατασοφιστεύω pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)